- υποχερσούμαι
- -όομαι, Α(για έκταση γης) εκχερσώνομαι βαθμιαία («ἄνω τῆς ἐπιφανείας τοῡ ὕδατος ὑποχερσουμένης τῇ βάσει», Γρηγ. Νύσα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + χερσοῦμαι «γίνομαι ξηρός και άγονος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.